λιακωτό

λιακωτό
και ηλιακωτό, το
χώρος τού σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού λιακωτός < *ἡλιακωτός < ἡλιακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιακωτό — το το μέρος του σπιτιού που βλέπει ο ήλιος και έχει τζαμαρία γύρω γύρω: Ήπιαμε τον καφέ μας στο λιακωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • ανηλιακό — το [ηλιακός] δώμα, λιακωτό, ταράτσα …   Dictionary of Greek

  • ηλιακωτό — [ηλιακός] βλ. λιακωτό …   Dictionary of Greek

  • ταράτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμιέων. * * * η, Ν 1. επίπεδη στέγη στρωμένη με πλάκες, τσιμέντο ή με άλλο αδιαπέραστο από τη βροχή υλικό 2. περίκλειστος, εν μέρει, εξώστης σπιτιού, λιακωτό,… …   Dictionary of Greek

  • Ρενιέ, Ανρί Φρανσουά Ζοζέφ ντε- — (Regnier, Καλβαντός 1864 – Παρίσι 1936). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Εκπρόσωπος του συμβολισμού στην αρχή, υιοθέτησε αργότερα νεοκλασική τεχνοτροπία που του χάρισε αξιοσημείωτη επιτυχία με τα ποιητικά έργα του Ποιήματα (1896), Αγροτικά… …   Dictionary of Greek

  • ανότιστος — η, ο αμούσκευτος, στεγνός: Το λιακωτό ήταν ανότιστο κι άπλωσαν εκεί το μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλώστρα — η τόπος που αφήνουν να στεγνώσουν ρούχα ή καρποί: Είχαμε μια μεγάλη απλώστρα στο λιακωτό του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξώστης — ο 1. προεξοχή ορόφου ενός οικοδομήματος η οποία έχει περίφραγμα (κάγκελα) και συγκοινωνεί με το εσωτερικό με μία ή περισσότερες πόρτες, το μπαλκόνι, το λιακωτό. 2. όμοια προεξοχή στο εξωτερικό της αίθουσας θεάτρου ή κινηματογράφου που βρίσκεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιακωτό — το βλ. λιακωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”